ωχρόφαιος

ωχρόφαιος
ος , ον бледно-серый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ωχρόφαιος" в других словарях:

  • ωχρόφαιος — η, ο, Ν αυτός που έχει χρώμα φαιό προς το κίτρινο, σταχτοκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός + φαιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Απ. Μεγακλή] …   Dictionary of Greek

  • λευκοπέλιος — λευκοπέλιος, ον (Α) ωχρόφαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + πελιός «υπομέλας, φαιός»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»